Η προσφορά του συγγραφέα Αντώνη Γκόλτσου στο πεδίο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι πολύ μεγάλη. Εκτός από την συγγραφική του ιδιότητα, αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας και έχει επιμεληθεί μια σειρά από τόμους νουάρ διηγημάτων. Το 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Η αφιέρωση" (Εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νουάρ μυθιστόρημα που ξεχώρισε από την πληθώρα έργων αστυνομικής λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς λόγω της ιδιαίτερης πρόζας του συγγραφέας. Όμως, αυτή τη φορά ο Αντώνης Γκόλτσος αφήνει για λίγο τις ιδιότητες του επιμελητή και του συγγραφέα και απαντάει στο ερωτηματολόγιό μας ως απλώς αναγνώστης.
1. Πότε
νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από το γράψιμο;
Το καλοκαίρι του ’59 (μετά Χριστόν). Πριν
την εκκίνηση της Γ’ Γυμνασίου. Ήμουν 14 ετών. Είχα γράψει μία νουβέλα αρκετών σελίδων,
με θέμα τις μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Βόρειο Αφρική (!...). Την παρέδωσα στη φιλόλογο της τάξης όταν ξεκίνησε
η σχολική χρονιά. Μου την επέστρεψε μετά από λίγες ημέρες, με την ερώτηση/σχόλιο,
«Γκόλτσο, είσαι κομμουνιστής;». Το κείμενο αυτό χάθηκε. Όμως, έκτοτε, κοιτάζω
τον εαυτό μου στον καθρέφτη, συχνά όχι χωρίς κάποια υποψία.
2. Ποια
ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;
Δεν τα θυμάμαι πολύ καλά. Έχουν περάσει δύο
τρίτα του αιώνα, από τότε που άρχισα να διαβάζω... Υποθέτω πως θα πρέπει να ήταν
βιβλία του Ιούλιου Βερν. Σίγουρα, τα άπειρα “Κλασικά εικονογραφημένα” (τότε,
“Κλασσικά”). Ήταν και ο δύστροπος τόμος
των “Αθλίων” του Ουγκώ, ντυμένος σε ένα λαδί υφασμάτινο κάλυμμα∙ ασήκωτος, είχε
σχεδόν διαλυθεί, από τις συνεχείς πτώσεις. Μου έλεγαν
ότι περίπου τα κατάφερνα να διαβάσω εφημερίδα πριν πάω στο Δημοτικό. Αυτοί που
το έλεγαν τότε, δεν είναι σήμερα προσβάσιμοι... Για να τους ρωτήσω, αν
το εννοούσαν ή πλειοδοτούσαν στην ενθάρρυνση.
3. Ποιοι
είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Παπαδιαμάντης,
για την ισορροπία, Καζαντζάκης, για
το πάθος, Albert
Camus, για την αυθεντία της
σκέψης, John
le
Carré,
για την ακρίβεια της φαντασίας, Patricia
Highsmith, για το κείμενο
ανάμεσα στις γραμμές, Georges
Simenon, για τον ανθρωπισμό
και τη διύλιση των χαρακτήρων, Paul
Auster, για την ικανότητα της
ανάδειξης ενός μύθου, από το τίποτα και το πουθενά, Jean-Claude Izzo,
πολύ απλά, για το συγγραφικό ύφος.
4. Ο
αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωας;
Πατώ σε δύο βάρκες: Στη μία, ο Ροντιόν
Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ, του Ντοστογιέφσκι και του “Έγκλημα και Τιμωρία”, στην άλλη, ο Μερσώ, του Camus και του “Ξένου”.
5. Ποιο
βιβλίο θεωρείτε ως αριστούργημα;
Πάλι
σε δύο βάρκες: Το “Έγκλημα και τιμωρία”
του Ντοστογιέφσκι, ένα αφάνταστα βαρύ και στρυφνό κείμενο, σε Μετάφραση του Άρη
Αλεξάνδρου, που θα έπρεπε να το έχω μισήσει, μετά από παλιότερες επαφές αλλά
και τις δύο απανωτές αναγνώσεις το περυσινό καλοκαίρι, ετοιμάζοντας τις
Σημειώσεις του Σεπτεμβρίου, για τη Λέσχη Ανάγνωσης του Μεταίχμιο. Ο Ρασκόλνικοφ,
ένα έγκλημα 3 σελίδων και, μετά, ένας τόμος απίστευτης ιχνοσκόπησης χαρακτήρων
και καταστάσεων, ο άνθρωπος “στο πιο κάτω δεν έχει”∙ κανείς δεν γράφει με αυτόν
τον τρόπο πλέον. Έπειτα, ο “Ξένος”,
του Camus:
“Ο Μερσώ, για
μένα, δεν είναι ένα ναυάγιο, αλλά ένας άνθρωπος φτωχός και γυμνός, εραστής του
ήλιου που δεν αφήνει σκιές. Χωρίς καθόλου να του λείπει η ευαισθησία, είναι ένα
πάθος βαθύ, επειδή επίμονο, αυτό που τον
δονεί, το πάθος για το απόλυτο και την αλήθεια. Και, επί πλέον, πρόκειται για
μια αλήθεια αρνητική, για την αλήθεια του να ζεις και να αισθάνεσαι, που, όμως,
χωρίς αυτήν καμία κατάκτηση του εαυτού σου και του κόσμου δεν θα είναι ποτέ
δυνατή.” και “Δεν θα έκανε, λοιπόν, κάποιο λάθος, διαβάζοντας στον “Ξένο” την ιστορία
κάποιου, που, χωρίς να υιοθετεί κάποια ηρωική στάση, αποδέχεται να πεθάνει για
την αλήθεια. Συνέβη να έχω πει επίσης, παραδοξολογώντας πάντα, ότι προσπάθησα
να σκιαγραφήσω στον ήρωά μου, τον μόνο Χριστό που θα αξίζαμε. Θα καταλάβει
κανείς, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι ό,τι είπα ήταν χωρίς βλάσφημη διάθεση και
ότι ήταν μόνο με αυτή τη λίγο ειρωνική στοργή που ένας καλλιτέχνης μπορεί να
επιφυλάσσει στους χαρακτήρες του”, ο Camus “νομιμοποιεί”
τον “Ξένο” του -λόγια που φλερτάρουν με τη μαγεία- στον Πρόλογο Αμερικανικής
Πανεπιστημιακής έκδοσης (από τις Σημειώσεις μου, για τη Λέσχη Αστυνομικής
Λογοτεχνίας του Μεταίχμιο/11.02.2010).
6. Καθοριστικότερο
ρόλο στη συγγραφή πιστεύετε ότι παίζουν οι επιρροές ή η έμπνευση;
Μεταφέρουμε τις αποσκευές ετών ανάγνωσης και
συγγραφής. Κάποια στιγμή, βρισκόμαστε εμπρός στη λευκή σελίδα. Στην πρώτη
ανέγγιχτα λευκή σελίδα. Στις αποσκευές μας, οι μνήμες, οι εντυπώσεις, οι
επιρροές. Όμως, πριν απλώσουμε το κείμενο στην πρώτη σελίδα, έχουμε την
έμπνευση. Της γραφής, δεν μπορεί παρά να προηγείται η έμπνευση. Δεν μπορεί να
αποτυπωθεί στο γραπτό μας η όποια επιρροή, εάν το έναυσμα δεν δώσει η έμπνευση,
η αρχική ιδέα. Είναι εκείνη πίσω από τον άτρωτο (ή τον αδιάφορο) μύθο. Η
έμπνευση είναι καθοριστική. Μπορεί να είναι μία κουβέντα, επίμονη ή και
περαστική, ή ένα αστικό σκηνικό, ή ένα σκηνικό της θάλασσας, ή του ορίζοντα, ή και
ένας ήχος, πεζός ή ωκεάνιος, ή ένας συνδυασμός, μία συνισταμένη, μία σύμπτωση
όλων αυτών, μία συγκυρία. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να
“ακούσει” και να “δει”. Ακόμα και να “θυμηθεί” ή και να “προβλέψει”, σε
συνάρτηση με αυτό που “βλέπει”, ή που “ακούει”. Ύστερα οι επιρροές είναι θέμα
τύχης. Αν οι στιγμές που “βλέπω” και που “ακούω” συμπίπτουν χρονικά με την
ανάγνωση ενός ή περισσότερων Simenon,
για παράδειγμα, ή μιας ή περισσότερων Καρυστιάνη, για παράδειγμα, το αποτύπωμά
τους, έντονο και διαρκείας, ή ήπιο και παροδικό, είναι έως εξασφαλισμένο. Η
συγγραφή μοιάζει σε αυτό, με τη Φωτογραφία. Τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα συνεχούς
φωτογράφισης, αισθάνεσαι καλύτερος φωτογράφος, γιατί είσαι εκτεθειμένος πιο
συστηματικά και αδιάλειπτα σε αυτό που κάνεις.
Να μείνουμε στον ρόλο των επιρροών, στη
συγγραφή. Ποιος, αναγνώστης ή συγγραφέας, μπορεί να αρνηθεί ότι ορκίζεται στο
όνομα τής ή τού τάδε συγγραφέα; Τίποτε το “αξιόποινο” σε αυτό. Όχι, όμως και
ακίνδυνο∙ για τον συγγραφέα, τουλάχιστον. Οι επιρροές ενός κλασικού, ή και ενός
μεγάλου συγγραφέα, θα πρέπει να σταματούν πριν από την απόπειρα μίμησης ή
αντιγραφής τους. Ο κάθε ένας από εμάς αντιπροσωπεύει μία διαδρομή. Είμαστε αυτό
που είμαστε, το τελικό προϊόν της εκάστοτε χρονικής στιγμής και η απόπειρα αντιγραφής
ή μίμησης τρίτων δεν μπορεί παρά να είναι αποτυχημένη. Στο σημείο αυτό θα
επανέλθω πιο κάτω.
7. Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζουν πολλές ζωές
μέσα από τη λογοτεχνία;
Είμαι αδιόρθωτα ορθολογιστής -ίσως και λόγω
επαγγελματικής διαδρομής- και η ζωή είναι μία. Αν με το “πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία”, εννοείται η υπαγωγή στην
περιπέτεια, ή και η προσωποποίηση της περιπέτειας, ή, απλά, μιας ιστορίας που
διαβάζουμε, τότε ναι, ζούμε πολλές ζωές∙ που καμία δεν είναι η δική μας. Η δική
μας είναι η πιο ενδιαφέρουσα, γιατί είναι
πραγματική και πολυδιάστατη. Από την άλλη πλευρά οι άλλες, οι “πολλές”,
είναι μονοδιάστατες, αφού το χαρτί δεν επιτρέπει ούτε καν το ανάγλυφο... Η
ερώτηση μου θυμίζει κάπως ένα σύντομο ανέκδοτο: “Κάποιος δείχνει στον άλλο μία
φωτογραφία, λέγοντας, «Αυτός είναι ο Γιάννης». Ε! λοιπόν, αποκλείεται να είναι
ο Γιάννης. Ποτέ ένας Γιάννης δεν μπορεί να είναι η φωτογραφία…”. Η λογοτεχνία
μας ταξιδεύει, μας εξηγεί∙ καμιά φορά, μας διορθώνει. Διορθώνει τον τρόπο που
σκεφτόμαστε, που μιλάμε, που ακούμε, που αντιλαμβανόμαστε. Διαβάζοντας,
ανακαλύπτεις τον άλλον απέναντί σου, αλλά και έναν άλλο τρόπο σκέψης και
έκφρασης∙ και αντιδράς ανάλογα. Αν η αντίδρασή σου περιβάλλεται και τον
λογοτεχνικό τύπο, τόσο το καλύτερο, ακούγεσαι λιγότερο βαρετός.
8. Πότε
αυτό που κάνουμε για το κέφι μας γίνεται δουλειά;
Όταν γράφουμε ασθματικά και με χρονικό
ορίζοντα, όταν η έμπνευση μας επιβάλλεται, όταν του “να γράψω” προηγείται το
“πρέπει”, όταν παρακολουθούμε μέρα-νύχτα αν μας πίστωσε ο εκδότης, όταν
ορίζουμε τον ημερήσιο αριθμό των λέξεων, όταν επανερχόμαστε στο «γράφω 8 με 2
και 5 με 12», όταν απαντούμε, «την άλλη Τρίτη το απόγευμα δεν μπορώ, γιατί θα
γράφω», όταν η συγγραφή μεταλλάσσεται σε πρόγραμμα απαρέγκλιτο. Είναι τότε που αποκλείεται
η εκδοχή “κέφι”∙ τότε που, και η δουλειά, αρθρώνεται στην παραλήγουσα.
9. Υπάρχουν
βιβλία στη βιβλιοθήκη σας στα οποία αρέσει να ξαναδιαβάζετε κάθε τόσο;
Ναι: “Ο
ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ” του Georges Simenon (Εκδόσεις Άγρα), “Ashenden” (Vintage Classics) του Somerset
Maugham,
“Η τριλογία της Νέας Υόρκης” του Paul Auster (Εκδόσεις Μεταίχμιο).
10.
Τι διαβάζετε αυτή τη περίοδο;
Τoν
“Τρίτο άνθρωπο”, του Graham Greene (Εκδόσεις Άγρα), την “Ξηρασία”, της Jane Harper (Εκδόσεις Μεταίχμιο), τη “Σκοτεινή ήπειρο”, του Mark Mazower (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια).
11. Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η
άποψή σας για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα;
Στον “Τρίτο
άνθρωπο”, το ακροατήριο των επίμονων βιβλιόφιλων ρωτάει τον Ρόλλο Μάρτινς
(ο Joseph Cotten της αντίστοιχης ταινίας) την άποψή του για το σύγχρονο -μέσα το ’40-
αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο Μάρτινς -συγγραφέας φτηνών ρομάντζων και γουέστερν
στους αντίποδες της Λογοτεχνίας- που υπογράφει με το ψευδώνυμο “Ντέξτερ” (συμπτωματικά
συνώνυμος του Ντέξτερ-επώνυμου λογοτέχνη), θα απαντά άλλα αντί άλλων, όταν δεν θα
υπεκφεύγει. Προσωπικά, δεν γράφω φτηνά ρομάντζα, ακόμα λιγότερο, γουέστερν,
αλλά θεωρώ ότι οι γνώσεις μου “για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα” είναι
περιορισμένες∙ τουλάχιστον στον βαθμό που θα μου επέτρεπε να έχω σχηματίσει και
να υποστηρίξω την άποψη μου. Προτιμώ,
λοιπόν, να απαντήσω στην ερώτηση, “Ποια είναι η άποψή σας
για το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό
μυθιστόρημα”∙ εδώ, αισθάνομαι σε πιο στέρεα βάση.
Είναι κάποια αρκετά χρόνια τώρα, που η
ελληνική αστυνομική λογοτεχνία τελεί υπό εισβολή∙ εισβολή αναζωογονητική και
συστηματικά ενδιαφέρουσα. Νέα πρόσωπα -κατά κανόνα, νέα και ηλικιακά- εμφανίστηκαν και εμφανίζονται, στον χώρο. Θα ήταν
άδικο να μιλήσουμε για “ποσότητα”, όταν η ποιότητα είναι συχνά καλή. Τα νέα
αναγνώσματα κλίνουν (όχι χωρίς εξαιρέσεις) σε έναν κοινό παρονομαστή. Αυτόν του
αστικού νουάρ, του παρακμιακού, υποφωτισμένου, απαισιόδοξου, βίαιου, ακόμα και
διαστροφικού ύφους, με την περαιτέρω σύγκλιση στο κοινωνικά συμβαίνον. Εδώ, δεν
εισάγεται κάτι καινοφανές. Οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του αυστηρά
“αστυνομικού” μύθου αποτελούν πλέον -και διεθνώς- κοινόν τόπο. Εάν η ηλικία μού
επιτρέπει -αν δεν μου επιβάλλει- κάποια γκρίνια, αυτή θα είχε να κάνει με κύρια
δύο σημεία. Το πρώτο είναι εξωτικό των συγγραφέων, το δεύτερο είναι σχετικό με
τους συγγραφείς.
Το πρώτο σημείο εστιάζει στον όρο “Επιμέλεια”.
Πρόκειται για έννοια παρεξηγημένη στον χώρο. “Επιμέλεια”, στα καθ’ ημάς,
καταλήγει να σημαίνει επέμβαση στο Συντακτικό, τη Γραμματική, τη στίξη.
Στοιχεία που θα έπρεπε να εμπίπτουν στη “Διόρθωση” και όχι στην “Επιμέλεια”.
Πολλά από τα “αστυνομικά” μας, πάσχουν από ελλιπή, ή και ανύπαρκτη, Επιμέλεια. Και
φαίνεται… Αναφέρομαι στην παρουσία του Επιμελητή στην οριστικοποίηση του
κειμένου -σε στενή συνεργασία με τον συγγραφέα και πάντα μακριά από παρεμβάσεις
στο συγγραφικό ύφος- και τις παραινέσεις του, τις σχετικές με τις ιδιότητες των
χαρακτήρων, τα χαρακτηριστικά των διαλόγων, την αποφυγή επαναλήψεων, επικαλύψεων,
αντιφάσεων και επαναλαμβανόμενων ή και συστηματικών αποκλίσεων από τον άξονα
του μύθου. Παρακολουθούσα, πρόσφατα (7/6) τη Masterclass του
Βρετανικού Συμβουλίου, στο Μεταίχμιο∙ ομιλητής, ο Ιρλανδός συγγραφέας Paul Perry. Με την προτροπή μας, διέθεσε χρόνο στα της Επιμέλειας, στο
λογοτεχνικό σκηνικό του Ηνωμένου Βασίλειου. Ένας άλλος κόσμος. Εκδότης και
Επιμελητής παρόντες, κατά τη διάρκεια
της συγγραφής. Εκείνοι σε διαρκή επικοινωνία με τον συγγραφέα, συζητούν,
προτείνουν και, βέβαια, είναι ο συγγραφέας που αποφασίζει. Ακόμα και αν το
πρότυπο αυτό δεν ακολουθείται πάντα και κατά γράμμα, η απόσταση από τα εν οίκω
μας είναι ασύστολα μεγάλη. Και προτάσσεται το σχόλιο: «Ναι, αλλά η αγορά, εδώ,
δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες». Θα το δεχόμουν ως πιθανή εξήγηση, όχι σαν
δικαιολογία. Να προστεθεί ότι, συνακόλουθα με την έλλειψη Επιμέλειας
παρατηρούνται σε πολλά “καινούρια” κείμενα, συχνά γλωσσικά ολισθήματα. Μία
σκέψη θα ήταν, οι συγγραφείς, προεξοφλώντας την ελλιπή Επιμέλεια να έβλεπαν από
πιο κοντά τα κείμενά τους, πριν το “τυπωθήτω”.
Το δεύτερο σημείο είναι σχετικό με τους
“αστυνομικούς” συγγραφείς. Διαπιστώνεται μία εμμονική έφεση στην ώσμωση αστυνομικού μύθου και κρίσης, στη χώρα. Όλοι
γράφουν και όλα γράφονται, σε συνάρτηση και σχέση με ό, τι συμβαίνει σήμερα∙ πολιτικά,
κοινωνικά, οικονομικά. Κρίνοντας από τη συχνότητα του φαινομένου, δείχνει να πρόκειται
για την περίπου αποκλειστική επιλογή των περισσότερων. Στο σημείο αυτό, θα
συμφωνήσω με τον Κώστα Καλφόπουλο: “…Και
πάλι διατυπώνω την προσωπική μου άποψη: έχω την αίσθηση ότι η πολιτική και
κοινωνική κατάσταση στη χώρα έχει εγκλωβίσει μάλλον τους περισσότερους
συγγραφείς, ωθώντας τους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, σε μία «στρατευμένη»
αστυνομική λογοτεχνία με επίφαση του «νέου κοινωνικού μυθιστορήματος», με όλο
το ρεπερτόριο της κρίσης: χρεοκοπία (κυρίως των αξιών, που όμως από λίγους
λαμβάνεται υπ’ όψη, αλλά και πρωτίστως της αριστεράς, για να μην ξεχνιόμαστε!),
νέες κοινωνικές ανισότητες, πολιτικο-οικονομικά σκάνδαλα, προσφυγικά κύματα,
αθηναϊκή δυστοπία (θυμηθείτε μόνο το κουφάρι των κινηματογράφων «Απόλλων» και
«Αττικόν», κάποτε κόσμημα της πόλης) κτλ.” (βλ. “Athens Voice”/ “Βιβλίο”,
05.6.2019). Ο κίνδυνος αυτής της εμμονής είναι ότι τα κείμενα αποστεώνονται,
“αστυνομικά” συζητώντας, ενδεικτικά μιας εικόνας κενής πρωτοτυπίας - ίσως και αποτρεπτικής των κινδύνων της πρωτοτυπίας. Περισσότερο
θάρρος λοιπόν!
Κάτι ακόμα, σε ελαφρά απόκλιση από το αρχικό
ερώτημα∙ το παλιό εμπορικό dictum: “Αποφεύγετε τις απομιμήσεις”. Τι είναι
η απομίμηση, στον συγγραφέα; Είναι η πρόθεση
να αντιγράψει; Είναι η φορτική επιρροή; Είναι η επιφύλαξη, ο δισταγμός ή
και ο φόβος του αχαρτογράφητου; Είναι το κίνητρο της αντιγραφής τού
αποδεδειγμένα εμπορικά επιτυχημένου; Ή είναι, οδυνηρά απλά, η αδυναμία
παραγωγής προσωπικού ύφους; Στην αστυνομική λογοτεχνία, όπου η διάκριση και η παρουσία
των “Σχολών” είναι έντονα αναγνωρίσιμη, ο πειρασμός της μίμησης είναι παρών και
διαρκής. Μόνο που το προϊόν της μίμησης σπάνια είναι ισότιμο του πρωτότυπου. Έως,
ποτέ. Και στην προσπάθεια
ποιοτικής ταύτισης των δύο, επαναλαμβανόμενα, οι όποιες υπερβολές: Το
υπερθετικό των επιθέτων, η χειρουργική απεικόνιση της βίας, η κλινική περιγραφή
του σεξ, το εκκωφαντικά ευφάνταστο της διαστροφής. Συνοπτικά και επιγραμματικά:
Η υπερβολή και η μίμηση, δεν είναι γεννήτορες Σχολής∙ εκτός και αν μου
διαφεύγει ότι η αντι-Σχολή συνιστά Σχολή.