Τρίτη 5 Νοεμβρίου 2019

Κριτική βιβλίου: Αντόνιο Μορέσκο - Το Φωτάκι, μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2019

 Αντόνιο Μορέσκο - Το Φωτάκι, μετάφραση: Μαρία Φραγκούλη, Εκδόσεις Καστανιώτη. 


Του Γιώργου Τρίγκα

Ο Αντόνιο Μορέσκο (γεννήθηκε το 1947) θεωρείται ένας από τους καλύτερους συγγραφείς της σύγχρονης ιταλικής λογοτεχνίας. Οι εκδόσεις Καστανιώτη μόλις κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στα ελληνικά ένα από τα βιβλία του με τίτλο «Το φωτάκι».

Η ιστορία του βιβλίου με τον τόσο περίεργο τίτλο διαδραματίζεται στην ιταλική ύπαιθρο, σ’ ένα εγκαταλειμμένο μέρος. Δίχως να αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες από τον συγγραφέα για το παρελθόν του πρωταγωνιστή - αφηγητή, παρατηρούμε αρχικά την καθημερινότητά του. Τα μοναδικά σημάδια που αποτελούν σημεία αναφοράς της σταδιακής προσαρμογής του αφηγητή στη νέα του ζωή είναι οι  επισκέψεις σ’ ένα κατάστημα τροφίμων στο σχεδόν εγκαταλειμμένο χωριό της περιοχής και ένα μοναχικό φωτάκι που ανάβει κάθε βράδυ στην άλλη πλευρά του βουνού. Όταν αποφασίζει ο αφηγητής να δει τι κρύβεται πίσω από το περίεργο φως, μετά από πολλές σκέψεις, ανακαλύπτει έκπληκτος ένα καλοδιατηρημένο σπίτι μέσα, στο οποίο διαμένει μόνο του ένα παιδί. Αυτή η ανατροπή στην μοναχικότητα του αφηγητή αποτελεί το σημείο καμπής της ιστορίας, διότι από το συγκεκριμένο σημείο και έπειτα, ο αναγνώστης παρατηρεί την εξέλιξη της περίεργης σχέσης που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο πρόσωπα. Η κορύφωση της ιστορίας διαδραματίζεται στο τελευταίο και πιο συγκλονιστικό κεφάλαιο της ιστορίας.                

Η πρωτότυπη αυτή ιστορία δημιουργήθηκε –όπως μας αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου- από μια σκηνή ενός άλλου βιβλίου του με τίτλο «Οι αδημιούργητοι» (2015). Ενώ, φαινομενικά διαβάζουμε μια απλή ιστορία μεταξύ ενός μοναχικού άνδρα και ενός επίσης μοναχικού αλλά τόσο συνηθισμένου παιδιού, καθώς εξελίσσεται η ιστορία, τα γεγονότα ανατρέπουν όλες τις αρχικές μας σκέψεις.  Η εξερεύνηση της ύπαρξης του φωτεινού σημαδιού αποτελεί στην πραγματικότητα το έναυσμα για την έναρξη του ταξιδιού αυτογνωσίας του πρωταγωνιστή – αφηγητή. Λόγω της συνάντησης και οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες της ιστορίας ανακαλύπτουν από την αρχή τους εαυτούς τους σε αυτή την εγκαταλειμμένη περιοχή. Μπορούμε να πούμε ότι ο πυρήνας της ιστορίας είναι μια αλληγορία πάνω στα ανθρώπινα συναισθήματα κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες.

Στα θετικά στοιχεία, εντοπίζουμε την πολύ καλή χρήση της γλώσσας, ειδικά στις περιγραφές του εξωτερικού περιβάλλοντα χώρου καθώς και τις προσωπικές σκέψεις των δύο χαρακτήρων.

Η μετάφραση και το επίμετρο του βιβλίου πραγματοποιήθηκε από την Μαρία Φραγκούλη.




Τετάρτη 24 Ιουλίου 2019

Η συγγραφέας Φωτεινή Τσαλίκογλου απαντάει το ερωτηματολόγιο του Books Plus

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι Ομότιμη καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Επίσης, είναι συγγραφέας πολλών βιβλίων και δοκιμίων. Αυτή τη φορά, όμως, θα την γνωρίσουμε ως αναγνώστρια.


Συνέντευξη: Γιώργος Τρίγκας

1.       Πότε νιώσατε για πρώτη φορά ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από το γράψιμο; Στο τέλος του Δημοτικού  με αφορμή ένα θάνατο.

2.       Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;
Ο Τρελαντώνης ήταν το πρώτο μου βιβλίο. Ακολούθησε η Μικρή Πριγκίπισσα.

3.       Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Ο Κάφκα παραμένει για μένα αξεπέραστος.

4.       Ο αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωας; Ο Άμλετ.

5.       Ποιο βιβλίο θεωρείτε ως αριστούργημα;
Είναι πολλά που θα μπορούσα να αναφέρω. Τους «Αδελφούς Καραμαζώφ», το «Φύλακα στη  Σίκαλη», ή το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», μένω όμως αφοσιωμένη στο πρώτο ανάγνωσμα που με συγκλόνισε στην εφηβεία μου: «H Μεταμόρφωση» του Κάφκα.

6.       Καθοριστικότερο ρόλο στη συγγραφή πιστεύετε ότι παίζουν οι επιρροές ή η έμπνευση;
Έχω την αίσθηση ότι όταν γράφεις η έμπνευση και η επιρροή λειτουργούν μέσα σου σαν σιαμαία αδελφάκια. Έμαθαν να αναπνέουν και να συνυπάρχουν μαζί και δεν επιθυμούν τον αποχωρισμό τους.

7.       Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζουν πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία;
Είναι ένα από τα δώρα της λογοτεχνίας. Το ξελόγιασμα της μιας και μοναδικής ζωής.

8.       Πότε αυτό που κάνουμε για το κέφι μας γίνεται δουλειά;
Το κέφι είναι παράξενο πράγμα. Εύθραυστο και  θνησιγενές. Δίχως δουλειά, δίχως πίεση και αναμέτρηση με δυσκολίες,  εύκολα  ξεθυμαίνει και χάνεται. 

9.       Υπάρχουν βιβλία στη βιβλιοθήκη σας στα οποία αρέσει να ξαναδιαβάζετε κάθε τόσο;
‘’Η  Κασσάνδρα και ο Λύκος’’ της Μαργαρίτας Καραπάνου (Εκδόσεις Καστανιώτη). Οσες φορές κι αν το διαβάσω δεν μου αρκεί.

10.   Τι διαβάζετε αυτή τη περίοδο;
Οι ‘’Απαρατήρητοι’’ της Αγγελικής Σπανού (Εκδόσεις Πόλις). Ένα  σημαντικό βιβλίο που σε φέρνει σε μια αναπάντεχη επαφή με τον πλησίον σου.

11.   Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η άποψη σας για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα;
Σε πείσμα της υπερπαραγωγής, το ελληνικό μυθιστόρημα έχει τη δυνατότητα να μας εκπλήσσει, να αφυπνίζει τη σκέψη και το συναίσθημά μας. Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς προσθέτουν το δικό τους ελπιδοφόρο στίγμα. Η  λογοτεχνία είναι η απόδειξη ότι η ζωή έτσι όπως είναι, δεν μας είναι αρκετή.




Παρασκευή 21 Ιουνίου 2019

Ο συγγραφέας Δημήτρης Σίμος μιλάει για το καινούργιο του βιβλίο

Ο συνεργάτης του Books Plus Γιώργος Τρίγκας ρωτάει τον δημοφιλή συγγραφέα Δημήτρη Σίμο για την νέα περιπέτεια του αστυνόμου Καπετάνου. Τα "Τοξικά μάτια" κυκλοφορούν από τις Εκδόσεις Bell.


Συνέντευξη: Γιώργος Τρίγκας

 1.      Πείτε μας λίγα λόγια για το καινούργιο σας βιβλίο;
To καινούργιο βιβλίο με τίτλο ‘’Τοξικά Μάτια’’ είναι ένα crime βιβλίο μέσα σε ένα δραματουργικό περιβάλλον, το οποίο απαρτίζουν ήρωες και εχθροί μιας νέας πραγματικότητας. Αυτή η νέα πραγματικότητα του εγκλήματος έχει διαφοροποιηθεί από τις εποχές των ‘’νονών’’ και της άγριας νύχτας. Η νέα εποχή έχει φέρει τα εγκλήματα του λευκού κολάρου έξω από την πόρτα μας. Διαφθορά στο σύστημα, σε έναν χώρο και χρόνο που η δύναμη της ομάδας αποκτά επουσιώδη σημασία.  Τα "Τοξικά μάτια", είναι το μεγαλύτερο συγγραφικό ρίσκο που έχω πάρει καθώς πατά πάνω στην νέα γενιά εγκλήματος. Φυσικά και σε αυτό τον βιβλίο θα συναντήσουμε ξανά τον αστυνόμο Καπετάνο και την ομάδα, αλλά αυτή την φορά στην δυσκολότερη υπόθεση της καριέρας τους. Είναι ένα ρίσκο που ελπίζω να με δικαιώσει.

 
2.      Η ιστορία του βιβλίου βασίζεται σε αληθινό περιστατικό;
Η έμπνευση της προέρχεται από αληθινό περιστατικό και συνθήκες που αποκαλύπτω στον επίλογο.


3.      Περιέχει στοιχεία και από τη δική σας πραγματικότητα;
Περιέχει στοιχεία από τους δικούς μου προβληματισμός  και από τους δικούς μου φόβους. Πιστεύω πως αυτό το βιβλίο, εμπεριέχει μια συνολική πραγματικότητα που ηθελημένα προσπαθούμε να κρύψουμε.


4.      Πότε ακριβώς το γράψατε και κάτω από ποιες συνθήκες;
Το βιβλίο ολοκληρώθηκε πριν 6 μήνες. Πιο δόκιμο θα ήταν να πω κάτω από τους ήχους ποιων τραγουδιών το έγραψα και όχι ποιες συνθήκες- και αυτά είναι τα τραγούδια του Μητροπάνου και του Θανάση Παπακωνσταντίνου.


5.      Ποιος ήταν ο στόχος σας αυτή τη φορά;
Ο στόχος είναι να αναδειχθεί αυτή η συγκεκριμένη μορφή του εγκλήματος. Να αφυπνίσει και να ενημερώσει αναγνώστες για τον μεγαλύτερο κίνδυνο αφανισμού του είδους μας. Γιατί ο μεγαλύτερος εχθρός του ανθρώπου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος.
  

Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Ο συγγραφέας Αντώνης Γκόλτσος απαντάει το ερωτηματολόγιο του BooksPlus

Η προσφορά του συγγραφέα Αντώνη Γκόλτσου στο πεδίο της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας είναι πολύ μεγάλη. Εκτός από την συγγραφική του ιδιότητα, αποτελεί ιδρυτικό μέλος της Ελληνικής Λέσχης Αστυνομικής Λογοτεχνίας και έχει επιμεληθεί μια σειρά από τόμους νουάρ διηγημάτων. Το 2016 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τίτλο "Η αφιέρωση" (Εκδόσεις Μεταίχμιο), ένα νουάρ μυθιστόρημα που ξεχώρισε από την πληθώρα έργων αστυνομικής λογοτεχνίας εκείνης της χρονιάς λόγω της ιδιαίτερης πρόζας του συγγραφέας. Όμως, αυτή τη φορά ο Αντώνης Γκόλτσος αφήνει για λίγο τις ιδιότητες του επιμελητή και του συγγραφέα και απαντάει στο ερωτηματολόγιό μας ως απλώς αναγνώστης.


Συνέντευξη - επιμέλεια: Γιώργος Τρίγκας

1.      Πότε νιώσατε για πρώτη φορά την ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από το γράψιμο;

   Το καλοκαίρι του ’59 (μετά Χριστόν). Πριν την εκκίνηση της Γ’ Γυμνασίου. Ήμουν 14 ετών. Είχα γράψει μία νουβέλα αρκετών σελίδων, με θέμα τις μάχες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Βόρειο Αφρική (!...). Την  παρέδωσα στη φιλόλογο της τάξης όταν ξεκίνησε η σχολική χρονιά. Μου την επέστρεψε μετά από λίγες ημέρες, με την ερώτηση/σχόλιο, «Γκόλτσο, είσαι κομμουνιστής;». Το κείμενο αυτό χάθηκε. Όμως, έκτοτε, κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη, συχνά όχι χωρίς κάποια υποψία. 

2.      Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;

   Δεν τα θυμάμαι πολύ καλά. Έχουν περάσει δύο τρίτα του αιώνα, από τότε που άρχισα να διαβάζω... Υποθέτω πως θα πρέπει να ήταν βιβλία του Ιούλιου Βερν. Σίγουρα, τα άπειρα “Κλασικά εικονογραφημένα” (τότε, “Κλασσικά”). Ήταν και ο δύστροπος τόμος των “Αθλίων” του Ουγκώ, ντυμένος σε ένα λαδί υφασμάτινο κάλυμμα∙ ασήκωτος, είχε σχεδόν διαλυθεί, από τις συνεχείς πτώσεις. Μου έλεγαν ότι περίπου τα κατάφερνα να διαβάσω εφημερίδα πριν πάω στο Δημοτικό. Αυτοί που το έλεγαν τότε, δεν είναι σήμερα προσβάσιμοι... Για να τους ρωτήσω, αν το εννοούσαν ή πλειοδοτούσαν στην ενθάρρυνση. 

3.      Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

   Παπαδιαμάντης, για την ισορροπία, Καζαντζάκης, για το πάθος, Albert Camus, για την αυθεντία της σκέψης, John le Carré, για την ακρίβεια της φαντασίας, Patricia Highsmith, για το κείμενο ανάμεσα στις γραμμές, Georges Simenon, για τον ανθρωπισμό και τη διύλιση των χαρακτήρων, Paul Auster, για την ικανότητα της ανάδειξης ενός μύθου, από το τίποτα και το πουθενά, Jean-Claude Izzo, πολύ απλά, για το συγγραφικό ύφος. 

4.      Ο αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωας;

   Πατώ σε δύο βάρκες: Στη μία, ο Ροντιόν Ρομάνοβιτς Ρασκόλνικωφ, του Ντοστογιέφσκι και του “Έγκλημα και Τιμωρία”, στην άλλη, ο Μερσώ, του Camus και του “Ξένου”.

5.      Ποιο βιβλίο θεωρείτε ως αριστούργημα;

Πάλι σε δύο βάρκες: Το “Έγκλημα και τιμωρία” του Ντοστογιέφσκι, ένα αφάνταστα βαρύ και στρυφνό κείμενο, σε Μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου, που θα έπρεπε να το έχω μισήσει, μετά από παλιότερες επαφές αλλά και τις δύο απανωτές αναγνώσεις το περυσινό καλοκαίρι, ετοιμάζοντας τις Σημειώσεις του Σεπτεμβρίου, για τη Λέσχη Ανάγνωσης του Μεταίχμιο. Ο Ρασκόλνικοφ, ένα έγκλημα 3 σελίδων και, μετά, ένας τόμος απίστευτης ιχνοσκόπησης χαρακτήρων και καταστάσεων, ο άνθρωπος “στο πιο κάτω δεν έχει”∙ κανείς δεν γράφει με αυτόν τον τρόπο πλέον. Έπειτα, ο “Ξένος”, του Camus: “Ο Μερσώ, για μένα, δεν είναι ένα ναυάγιο, αλλά ένας άνθρωπος φτωχός και γυμνός, εραστής του ήλιου που δεν αφήνει σκιές. Χωρίς καθόλου να του λείπει η ευαισθησία, είναι ένα πάθος βαθύ, επειδή  επίμονο, αυτό που τον δονεί, το πάθος για το απόλυτο και την αλήθεια. Και, επί πλέον, πρόκειται για μια αλήθεια αρνητική, για την αλήθεια του να ζεις και να αισθάνεσαι, που, όμως, χωρίς αυτήν καμία κατάκτηση του εαυτού σου και του κόσμου δεν θα είναι ποτέ δυνατή.” και “Δεν θα έκανε, λοιπόν, κάποιο λάθος, διαβάζοντας στον “Ξένο” την ιστορία κάποιου, που, χωρίς να υιοθετεί κάποια ηρωική στάση, αποδέχεται να πεθάνει για την αλήθεια. Συνέβη να έχω πει επίσης, παραδοξολογώντας πάντα, ότι προσπάθησα να σκιαγραφήσω στον ήρωά μου, τον μόνο Χριστό που θα αξίζαμε. Θα καταλάβει κανείς, μετά τις εξηγήσεις μου, ότι ό,τι είπα ήταν χωρίς βλάσφημη διάθεση και ότι ήταν μόνο με αυτή τη λίγο ειρωνική στοργή που ένας καλλιτέχνης μπορεί να επιφυλάσσει στους χαρακτήρες του”, ο Camus “νομιμοποιεί” τον “Ξένο” του -λόγια που φλερτάρουν με τη μαγεία- στον Πρόλογο Αμερικανικής Πανεπιστημιακής έκδοσης (από τις Σημειώσεις μου, για τη Λέσχη Αστυνομικής Λογοτεχνίας του Μεταίχμιο/11.02.2010).

6.      Καθοριστικότερο ρόλο στη συγγραφή πιστεύετε ότι παίζουν οι επιρροές ή η έμπνευση;

   Μεταφέρουμε τις αποσκευές ετών ανάγνωσης και συγγραφής. Κάποια στιγμή, βρισκόμαστε εμπρός στη λευκή σελίδα. Στην πρώτη ανέγγιχτα λευκή σελίδα. Στις αποσκευές μας, οι μνήμες, οι εντυπώσεις, οι επιρροές. Όμως, πριν απλώσουμε το κείμενο στην πρώτη σελίδα, έχουμε την έμπνευση. Της γραφής, δεν μπορεί παρά να προηγείται η έμπνευση. Δεν μπορεί να αποτυπωθεί στο γραπτό μας η όποια επιρροή, εάν το έναυσμα δεν δώσει η έμπνευση, η αρχική ιδέα. Είναι εκείνη πίσω από τον άτρωτο (ή τον αδιάφορο) μύθο. Η έμπνευση είναι καθοριστική. Μπορεί να είναι μία κουβέντα, επίμονη ή και περαστική, ή ένα αστικό σκηνικό, ή ένα σκηνικό της θάλασσας, ή του ορίζοντα, ή και ένας ήχος, πεζός ή ωκεάνιος, ή ένας συνδυασμός, μία συνισταμένη, μία σύμπτωση όλων αυτών, μία συγκυρία. Ο συγγραφέας πρέπει να είναι πάντα έτοιμος να “ακούσει” και να “δει”. Ακόμα και να “θυμηθεί” ή και να “προβλέψει”, σε συνάρτηση με αυτό που “βλέπει”, ή που “ακούει”. Ύστερα οι επιρροές είναι θέμα τύχης. Αν οι στιγμές που “βλέπω” και που “ακούω” συμπίπτουν χρονικά με την ανάγνωση ενός ή περισσότερων Simenon, για παράδειγμα, ή μιας ή περισσότερων Καρυστιάνη, για παράδειγμα, το αποτύπωμά τους, έντονο και διαρκείας, ή ήπιο και παροδικό, είναι έως εξασφαλισμένο. Η συγγραφή μοιάζει σε αυτό, με τη Φωτογραφία. Τη δεύτερη ή τρίτη ημέρα συνεχούς φωτογράφισης, αισθάνεσαι καλύτερος φωτογράφος, γιατί είσαι εκτεθειμένος πιο συστηματικά και αδιάλειπτα σε αυτό που κάνεις.    
   Να μείνουμε στον ρόλο των επιρροών, στη συγγραφή. Ποιος, αναγνώστης ή συγγραφέας, μπορεί να αρνηθεί ότι ορκίζεται στο όνομα τής ή τού τάδε συγγραφέα; Τίποτε το “αξιόποινο” σε αυτό. Όχι, όμως και ακίνδυνο∙ για τον συγγραφέα, τουλάχιστον. Οι επιρροές ενός κλασικού, ή και ενός μεγάλου συγγραφέα, θα πρέπει να σταματούν πριν από την απόπειρα μίμησης ή αντιγραφής τους. Ο κάθε ένας από εμάς αντιπροσωπεύει μία διαδρομή. Είμαστε αυτό που είμαστε, το τελικό προϊόν της εκάστοτε χρονικής στιγμής και η απόπειρα αντιγραφής ή μίμησης τρίτων δεν μπορεί παρά να είναι αποτυχημένη. Στο σημείο αυτό θα επανέλθω πιο κάτω.            

7.       Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζουν πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία;

   Είμαι αδιόρθωτα ορθολογιστής -ίσως και λόγω επαγγελματικής διαδρομής- και η ζωή είναι μία. Αν με το “πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία”, εννοείται η υπαγωγή στην περιπέτεια, ή και η προσωποποίηση της περιπέτειας, ή, απλά, μιας ιστορίας που διαβάζουμε, τότε ναι, ζούμε πολλές ζωές∙ που καμία δεν είναι η δική μας. Η δική μας είναι η πιο ενδιαφέρουσα, γιατί είναι  πραγματική και πολυδιάστατη. Από την άλλη πλευρά οι άλλες, οι “πολλές”, είναι μονοδιάστατες, αφού το χαρτί δεν επιτρέπει ούτε καν το ανάγλυφο... Η ερώτηση μου θυμίζει κάπως ένα σύντομο ανέκδοτο: “Κάποιος δείχνει στον άλλο μία φωτογραφία, λέγοντας, «Αυτός είναι ο Γιάννης». Ε! λοιπόν, αποκλείεται να είναι ο Γιάννης. Ποτέ ένας Γιάννης δεν μπορεί να είναι η φωτογραφία…”. Η λογοτεχνία μας ταξιδεύει, μας εξηγεί∙ καμιά φορά, μας διορθώνει. Διορθώνει τον τρόπο που σκεφτόμαστε, που μιλάμε, που ακούμε, που αντιλαμβανόμαστε. Διαβάζοντας, ανακαλύπτεις τον άλλον απέναντί σου, αλλά και έναν άλλο τρόπο σκέψης και έκφρασης∙ και αντιδράς ανάλογα. Αν η αντίδρασή σου περιβάλλεται και τον λογοτεχνικό τύπο, τόσο το καλύτερο, ακούγεσαι λιγότερο βαρετός.    

8.      Πότε αυτό που κάνουμε για το κέφι μας γίνεται δουλειά;

   Όταν γράφουμε ασθματικά και με χρονικό ορίζοντα, όταν η έμπνευση μας επιβάλλεται, όταν του “να γράψω” προηγείται το “πρέπει”, όταν παρακολουθούμε μέρα-νύχτα αν μας πίστωσε ο εκδότης, όταν ορίζουμε τον ημερήσιο αριθμό των λέξεων, όταν επανερχόμαστε στο «γράφω 8 με 2 και 5 με 12», όταν απαντούμε, «την άλλη Τρίτη το απόγευμα δεν μπορώ, γιατί θα γράφω», όταν η συγγραφή μεταλλάσσεται σε πρόγραμμα απαρέγκλιτο. Είναι τότε που αποκλείεται η εκδοχή “κέφι”∙ τότε που, και η δουλειά, αρθρώνεται στην παραλήγουσα. 

9.      Υπάρχουν βιβλία στη βιβλιοθήκη σας στα οποία αρέσει να ξαναδιαβάζετε κάθε τόσο;

   Ναι: “Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ” του Georges Simenon (Εκδόσεις Άγρα), “Ashenden” (Vintage Classics) του Somerset Maugham, “Η τριλογία της Νέας Υόρκης” του Paul Auster (Εκδόσεις Μεταίχμιο).

10. Τι διαβάζετε αυτή τη περίοδο;

   Τoν “Τρίτο άνθρωπο”, του Graham Greene (Εκδόσεις Άγρα), την “Ξηρασία”, της Jane Harper (Εκδόσεις Μεταίχμιο), τη “Σκοτεινή ήπειρο”, του Mark Mazower (Εκδόσεις Αλεξάνδρεια).

 11. Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η άποψή σας για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα;

   Στον “Τρίτο άνθρωπο”, το ακροατήριο των επίμονων βιβλιόφιλων ρωτάει τον Ρόλλο Μάρτινς (ο Joseph Cotten της αντίστοιχης ταινίας) την άποψή του για το σύγχρονο -μέσα το ’40- αμερικανικό μυθιστόρημα. Ο Μάρτινς -συγγραφέας φτηνών ρομάντζων και γουέστερν στους αντίποδες της Λογοτεχνίας- που υπογράφει με το ψευδώνυμο “Ντέξτερ” (συμπτωματικά συνώνυμος του Ντέξτερ-επώνυμου λογοτέχνη), θα απαντά άλλα αντί άλλων, όταν δεν θα υπεκφεύγει. Προσωπικά, δεν γράφω φτηνά ρομάντζα, ακόμα λιγότερο, γουέστερν, αλλά θεωρώ ότι οι γνώσεις μου “για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα” είναι περιορισμένες∙ τουλάχιστον στον βαθμό που θα μου επέτρεπε να έχω σχηματίσει και να υποστηρίξω την άποψη μου. Προτιμώ, λοιπόν, να απαντήσω στην ερώτηση, “Ποια είναι η άποψή σας για το σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα”∙ εδώ, αισθάνομαι σε πιο στέρεα βάση.

   Είναι κάποια αρκετά χρόνια τώρα, που η ελληνική αστυνομική λογοτεχνία τελεί υπό εισβολή∙ εισβολή αναζωογονητική και συστηματικά ενδιαφέρουσα. Νέα πρόσωπα -κατά κανόνα, νέα και ηλικιακά- εμφανίστηκαν και εμφανίζονται, στον χώρο. Θα ήταν άδικο να μιλήσουμε για “ποσότητα”, όταν η ποιότητα είναι συχνά καλή. Τα νέα αναγνώσματα κλίνουν (όχι χωρίς εξαιρέσεις) σε έναν κοινό παρονομαστή. Αυτόν του αστικού νουάρ, του παρακμιακού, υποφωτισμένου, απαισιόδοξου, βίαιου, ακόμα και διαστροφικού ύφους, με την περαιτέρω σύγκλιση στο κοινωνικά συμβαίνον. Εδώ, δεν εισάγεται κάτι καινοφανές. Οι κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις του αυστηρά “αστυνομικού” μύθου αποτελούν πλέον -και διεθνώς- κοινόν τόπο. Εάν η ηλικία μού επιτρέπει -αν δεν μου επιβάλλει- κάποια γκρίνια, αυτή θα είχε να κάνει με κύρια δύο σημεία. Το πρώτο είναι εξωτικό των συγγραφέων, το δεύτερο είναι σχετικό με τους συγγραφείς.

   Το πρώτο σημείο εστιάζει στον όρο “Επιμέλεια”. Πρόκειται για έννοια παρεξηγημένη στον χώρο. “Επιμέλεια”, στα καθ’ ημάς, καταλήγει να σημαίνει επέμβαση στο Συντακτικό, τη Γραμματική, τη στίξη. Στοιχεία που θα έπρεπε να εμπίπτουν στη “Διόρθωση” και όχι στην “Επιμέλεια”. Πολλά από τα “αστυνομικά” μας, πάσχουν από ελλιπή, ή και ανύπαρκτη, Επιμέλεια. Και φαίνεται… Αναφέρομαι στην παρουσία του Επιμελητή στην οριστικοποίηση του κειμένου -σε στενή συνεργασία με τον συγγραφέα και πάντα μακριά από παρεμβάσεις στο συγγραφικό ύφος- και τις παραινέσεις του, τις σχετικές με τις ιδιότητες των χαρακτήρων, τα χαρακτηριστικά των διαλόγων, την αποφυγή επαναλήψεων, επικαλύψεων, αντιφάσεων και επαναλαμβανόμενων ή και συστηματικών αποκλίσεων από τον άξονα του μύθου. Παρακολουθούσα, πρόσφατα (7/6) τη Masterclass του Βρετανικού Συμβουλίου, στο Μεταίχμιο∙ ομιλητής, ο Ιρλανδός συγγραφέας Paul Perry. Με την προτροπή μας, διέθεσε χρόνο στα της Επιμέλειας, στο λογοτεχνικό σκηνικό του Ηνωμένου Βασίλειου. Ένας άλλος κόσμος. Εκδότης και Επιμελητής παρόντες, κατά τη διάρκεια της συγγραφής. Εκείνοι σε διαρκή επικοινωνία με τον συγγραφέα, συζητούν, προτείνουν και, βέβαια, είναι ο συγγραφέας που αποφασίζει. Ακόμα και αν το πρότυπο αυτό δεν ακολουθείται πάντα και κατά γράμμα, η απόσταση από τα εν οίκω μας είναι ασύστολα μεγάλη. Και προτάσσεται το σχόλιο: «Ναι, αλλά η αγορά, εδώ, δεν επιτρέπει τέτοιες πολυτέλειες». Θα το δεχόμουν ως πιθανή εξήγηση, όχι σαν δικαιολογία. Να προστεθεί ότι, συνακόλουθα με την έλλειψη Επιμέλειας παρατηρούνται σε πολλά “καινούρια” κείμενα, συχνά γλωσσικά ολισθήματα. Μία σκέψη θα ήταν, οι συγγραφείς, προεξοφλώντας την ελλιπή Επιμέλεια να έβλεπαν από πιο κοντά τα κείμενά τους, πριν το “τυπωθήτω”.         
  
Το δεύτερο σημείο είναι σχετικό με τους “αστυνομικούς” συγγραφείς. Διαπιστώνεται μία εμμονική έφεση στην ώσμωση  αστυνομικού μύθου και κρίσης, στη χώρα. Όλοι γράφουν και όλα γράφονται, σε συνάρτηση και σχέση με ό, τι συμβαίνει σήμερα∙ πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά. Κρίνοντας από τη συχνότητα του φαινομένου, δείχνει να πρόκειται για την περίπου αποκλειστική επιλογή των περισσότερων. Στο σημείο αυτό, θα συμφωνήσω με τον Κώστα Καλφόπουλο: “…Και πάλι διατυπώνω την προσωπική μου άποψη: έχω την αίσθηση ότι η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στη χώρα έχει εγκλωβίσει μάλλον τους περισσότερους συγγραφείς, ωθώντας τους, συνειδητά ή υποσυνείδητα, σε μία «στρατευμένη» αστυνομική λογοτεχνία με επίφαση του «νέου κοινωνικού μυθιστορήματος», με όλο το ρεπερτόριο της κρίσης: χρεοκοπία (κυρίως των αξιών, που όμως από λίγους λαμβάνεται υπ’ όψη, αλλά και πρωτίστως της αριστεράς, για να μην ξεχνιόμαστε!), νέες κοινωνικές ανισότητες, πολιτικο-οικονομικά σκάνδαλα, προσφυγικά κύματα, αθηναϊκή δυστοπία (θυμηθείτε μόνο το κουφάρι των κινηματογράφων «Απόλλων» και «Αττικόν», κάποτε κόσμημα της πόλης) κτλ.” (βλ. “Athens Voice”/ “Βιβλίο”, 05.6.2019). Ο κίνδυνος αυτής της εμμονής είναι ότι τα κείμενα αποστεώνονται, “αστυνομικά” συζητώντας, ενδεικτικά μιας εικόνας κενής πρωτοτυπίας - ίσως και  αποτρεπτικής των κινδύνων της πρωτοτυπίας. Περισσότερο θάρρος λοιπόν!

   Κάτι ακόμα, σε ελαφρά απόκλιση από το αρχικό ερώτημα∙ το παλιό εμπορικό dictum: “Αποφεύγετε τις απομιμήσεις”. Τι είναι η απομίμηση, στον συγγραφέα; Είναι η πρόθεση να αντιγράψει; Είναι η φορτική επιρροή; Είναι η επιφύλαξη, ο δισταγμός ή και ο φόβος του αχαρτογράφητου; Είναι το κίνητρο της αντιγραφής τού αποδεδειγμένα εμπορικά επιτυχημένου; Ή είναι, οδυνηρά απλά, η αδυναμία παραγωγής προσωπικού ύφους; Στην αστυνομική λογοτεχνία, όπου η διάκριση και η παρουσία των “Σχολών” είναι έντονα αναγνωρίσιμη, ο πειρασμός της μίμησης είναι παρών και διαρκής. Μόνο που το προϊόν της μίμησης σπάνια είναι ισότιμο του πρωτότυπου. Έως, ποτέ. Και στην προσπάθεια ποιοτικής ταύτισης των δύο, επαναλαμβανόμενα, οι όποιες υπερβολές: Το υπερθετικό των επιθέτων, η χειρουργική απεικόνιση της βίας, η κλινική περιγραφή του σεξ, το εκκωφαντικά ευφάνταστο της διαστροφής. Συνοπτικά και επιγραμματικά: Η υπερβολή και η μίμηση, δεν είναι γεννήτορες Σχολής∙ εκτός και αν μου διαφεύγει ότι η αντι-Σχολή συνιστά Σχολή.                  

Τα ευπώλητα του βιβλιοπωλείου #BooksPlus για την περίοδο 10/6/2019 - 15/6/2019.

Καλημέρα και καλή εβδομάδα!

1. J. Nesbo - Μαχαίρι, Εκδόσεις Μεταίχμιο - Ekdoseis Metaixmio.
2. S. Hawking – Σύντομες απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα, Εκδόσεις Πατάκη-Patakis Publishers.
3. Π. Σόμπολος - Εγκλήματα γένους θηλυκού, Εκδόσεις Πατάκη.
4. Ε. Ρ. Λετεριέρ - Η αφηγήτρια ταινιών, Εκδόσεις Αντίποδες.
5. A. Michaelides - Η σιωπηλή ασθενής, Εκδόσεις Διόπτρα - Dioptra Publications.
6. Δ. Σίμος - Τοξικά μάτια, Εκδόσεις BELL.
7. G. J. Bishop – Unfuck Yourself, Εκδόσεις Έσοπτρον - Esoptron Publications.
8. Μ. Ουελμπέκ – Σεροτονίνη, Εκδόσεις Εστία.
9. E. Βλαστού - Στο Λονδίνο, Εκδόσεις Πόλις.
10. Α. Κάρσον - Έρως ο Γλυκόπικρος: Δοκίμιο για το ερωτικό παράδοξο στην κλασική παράδοση, Εκδόσεις ΔΩΜΑ.

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Η μεταφράστρια και συγγραφέας Χίλντα Παπαδημητρίου απαντάει το ερωτηματολόγιο του Books Plus

Η πρώτη μου επαφή με το έργο της Χίλντας Παπαδημητρίου ήταν πίσω στο μακρινό 1994, όταν μετέφρασε το κλασικό βιβλίο του Charlie Gillett για την Ροκ μουσική "Ο ήχος της πόλης" (Εκδόσεις Λιβάνη). Οι μεταφράσεις συνεχίστηκαν με έντονο ρυθμό, σε σημείο να καθιερωθεί ως μια από τις καλύτερες στον χώρο της. Όμως, την μεγάλη έκπληξη την έκανε το 2011 με την κυκλοφορία του πρώτου της αστυνομικού μυθιστορήματος "Για μια χούφτα βινύλια" (Εκδόσεις Μεταίχμιο), με πρωταγωνιστή τον αστυνόμο Χάρη Νικολόπουλο. Στο συγκεκριμένο βιβλίο συνδύαζε τις δύο μεγάλες της αγάπες, το νουάρ μυθιστόρημα με την ροκ μουσική. Στο ίδιο ύφος ήταν και τα υπόλοιπα βιβλία που έγραψε. Με αφορμή το νέο της διήγημα "Ο φύλακας του Αφεντικού" (εκδόσεις Καστανιώτη), την ρωτήσαμε για τις επιρροές της ως συγγραφέα.

Συνέντευξη - επιμέλεια: Γιώργος Τρίγκας

1.      Πότε νιώσατε για πρώτη φορά ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από το γράψιμο;

Όταν πήγαινα στο δημοτικό και διάβαζα κρυφά από τον πατέρα μου τη Μάσκα και το Μυστήριο, ονειρευόμουν να γράψω κάποια μέρα αστυνομικές ιστορίες. Στη συνέχεια, μεγάλωσα και σοβάρεψα. Ξέχασα οτιδήποτε είχε σχέση με το γράψιμο, έβαλα πολύ ψηλά τον πήχη – μετά τη Βιρτζίνια Γουλφ ποια άλλη γυναίκα τολμάει να γράψει; Πέρασαν πολλά χρόνια, άρχισα να γράφω πολιτικο-κοινωνικο-μουσικά κείμενα στο ZOO και το Ποπ & Ροκ. Πίστευα ότι εκεί θα σταματούσα, στη δοκιμιακή γραφή. Φαίνεται ότι ήμουν late bloomer. Μετά τα 50 μου αποφάσισα να σπάσω την εσωτερική αυτοεπιβεβλημένη απαγόρευση και να γράψω μυθιστόρημα.

2.      Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;

Είχα την τύχη να μεγαλώσω σε σπίτι αριστερών βιβλιόφιλων. Οι γονείς μου λάτρευαν τα βιβλία και μου διάβαζαν από τότε που ήμουν μικρή, 2-3 ετών, ότι αγαπούσαν και οι ίδιοι. Τον Γύρο του Κόσμου σε 80 Μέρες, τον Καλό Στρατιώτη Σβέικ, τον Όλιβερ Τουίστ, το Ένα Παιδί μετράει τα Άστρα. Έμαθα να διαβάζω μόνη μου στα 4 χρόνια μου και έπεσα με τα μούτρα σε περιπετειώδη αναγνώσματα: τον Ταρζάν των Πιθήκων του E.R. Burroughs και τον Αιχμάλωτο της Ζέντα του A.H. Hopkins, τον Δεκαπενταετή Πλοίαρχο του Ιουλίου Βερν. Και κλασικά παραμύθια, φυσικά, του Χ.Κ. Άντερσεν, των αδελφών Γκριμμ, του Περώ, τον Μάγο του Οζ. Τα βιβλία του Μαρκ Τουέιν.  Τη Γαλήνη, του Ηλία Βενέζη, η πρώτη έκδοση της οποίας υπήρχε στην οικογενειακή βιβλιοθήκη. Μυριβήλη, και Τσίρκα.


3.      Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;

Πάρα πολλοί, όλο κάποιους θα ξεχάσω. Ο Τσίρκας και η Μάρω Δούκα. Ο Γιώργος Ιωάννου και ο Αλέξης Πανσέληνος. Η Σώτη Τριανταφύλλου και η Αμάντα Μιχαλοπούλου. Ο Βενέζης, ο Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης. Ο Ντίκενς, ο Ουγκώ, ο Βερν, ο Φλωμπέρ – από τους κλασικούς. Margaret Atwood, Virginia Woolf, Janette Winterson, Alice Walker. Ernest Hemingway, John Steinbeck, John Doss Passos, Carson McCullers, Annie Proux. Περισσότερο απόλους, ο Graham Green, o Italo Calvino, o Peter Handke, o Jonathan Coe, o Dashiell Hammett, o Raymond Chandler, η Patricia Highsmith, η Minette Walters. Είμαι σίγουρη ότι έχω ξεχάσει πολλούς, προσπάθησα απλώς να δείξω ότι μου αρέσουν εξίσου παλιοί και καινούργιοι συγγραφείς, κάθε τάσης, από κάθε χώρα. Το σημαντικότερο για μένα είναι να διηγούνται ιστορίες -δεν με απασχολούν οι πειραματισμοί στη γραφή per se, όσο οι Ιστορίες (με κεφαλαίο το Ι). Γι’ αυτό αγαπώ πολύ τον Ηρόδοτο.

4.      Ο αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωας;

Ο Τομ Σόγιερ και ο Χοκ Φινν. Η Μπαθσίμπα (Far from the Madding Crowd) και ο Τζουντ το Αφανής του Thomas Hardy. Ο Τόμας Φόουλερ από τον Ήσυχο Αμερικάνο του Graham Greene, o Sam Spade και ο Philip Marlow. Η Φράνσι από το Ένα Δέντρο Μεγαλώνει στο Μπρούκλιν. Ο Ρομπ Φλέμινγκ από το High Fidelity του Nick Hornby και η κυρία Νταλογουέι. Όλα ανάκατα, όπως βλέπετε. Το αναγνωστικό μου σύμπαν είναι χτισμένο με παλιά, δοκιμασμένα υλικά, και χρωματιστά βότσαλα της pop κουλτούρας.

5.      Ποιο βιβλίο θεωρείτε ως αριστούργημα;

Τα Σταφύλια της Οργής. Το Φαρενάιτ 451. Άπαντα τα Πεζά, του Μπόρχες. Ο ήσυχος Αμερικάνος. Την Τριλογία του Στρατή Τσίρκα. Και το Αλεξανδρινό Κουαρτέτο του Lawrence Durrell.

6.      Καθοριστικότερο ρόλο στη συγγραφή πιστεύετε ότι παίζουν οι επιρροές ή η έμπνευση;

Για να γράψει κανείς, πρέπει να είναι φανατικός αναγνώστης. Όσο περισσότερο διαβάζει, τόσο πιο ώριμα θα μπορέσει να μετασχηματίσει τη δική του έμπνευση σε λέξεις, προτάσεις, κεφάλαια. Σπουδαίο πράγμα η έμπνευση, αλλά το γράψιμο απαιτεί κυρίως δουλειά. Καθημερινή, άχαρη ίσως τριβή με τη γλώσσα.

7.      Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζούν πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία;

Ναι, ευτυχώς. Για παράδειγμα, εγώ έχω υπάρξει πολεμική ανταποκρίτρια χάρη στην Oriana Fallaci, τον George Orwell και τον Hemingway. Έχω περιηγηθεί την Αφρική χάρη στη Barbara Kingsolver και τον Jospeh Conrad. Έχω κάνει τον γύρο του κόσμου παρέα με τον Φιλέα Φογκ και τον Πασπαρτού, κι έχω περάσει πίσω από τον καθρέφτη μαζί με την Αλίκη. Τώρα πίνω το απεριτίφ μου σε μια παριζιάνικη ταράτσα μαζί με την Anais Nin και περιμένουμε τον Χένρι Μίλερ.

8.      Πότε αυτό που κάνουμε για το κέφι μας γίνεται δουλειά;

Όταν αρχίσουμε να βαριόμαστε κάτι, να το αποφεύγουμε, να το βαρυγκωμούμε. Τότε είναι καιρός να αλλάξουμε δουλειά. Τώρα, αν εννοείτε το γράψιμο, για μένα η γραφή δεν είναι δουλειά. Τίποτα απ’ όσα έχω κάνει ως τώρα επαγγελματικά δεν το αντιμετώπισα ως δουλειά. Το δισκάδικο ήταν μεράκι και κέφι. Η μετάφραση έγινε από συνειδητή επιλογή. Και στο γράψιμο κατέληξα σε μεγάλη ηλικία, όπως προανέφερα, από μια ανεξήγητη εσωτερική ανάγκη.  

9.      Υπάρχουν βιβλία στη βιβλιοθήκη σας στα οποία αρέσει να ξαναδιαβάζετε κάθε τόσο;

Βέβαια! Κάθε Πάσχα διαβάζω το Ο Άκης και οι Άλλοι, του Κυριάκου Ντελόπουλου. Αυτό το καλοκαίρι ετοιμάζομαι να ξαναδιαβάσω τα άπαντα της Margaret Atwood, τα μισά από τα οποία έχω ήδη διαβάσει. Το ίδιο έχω κάνει με τον Τσίρκα, για την απόλαυση της γλώσσας του. Και όταν είμαι στις κακές μου, πιάνω πάλι τον Χοκ Φινν. Ή οποιοδήποτε βιβλίο του Μαρκ Τουέιν. Παραδόξως, εκείνο που έχω διαβάσει τις περισσότερες φορές είναι το Μωρό της Ρόζμαρι, του Ira Levin. Και το Γεράκι της Μάλτας, του Dashiell Hammett. Εμμονές κινηματογραφικές/λογοτεχνικές.

10.  Τι διαβάζετε αυτή τη περίοδο;

Ένα πολύ ενδιαφέρον νουάρ, τον Πόλεμο της Ματαιοδοξίας, του Marin Ledun, εκδόσεις του 21ου αιώνα, σε μετάφραση του Γιάννη Καυκιά. Και για δεύτερη φορά το Unquiet, της Lynn Ullmann, κόρης της Λιβ Ούλμαν και του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, επειδή πρόκειται να το μεταφράσω.

11.  Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η άποψη σας για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα


Μετά από μία περίοδο που δυσκολευόμουν να βρω σπουδαία ελληνικά βιβλία (την προηγούμενη δεκαετία, κυρίως), τώρα δεν ξέρω τι να πρωτοδιαβάσω. Μου αρέσει το γεγονός ότι πολλοί Έλληνες έπαψαν να ομφαλοσκοπούν και γράφουν ζωντανά, ζουμερά, ειλικρινή και ρεαλιστικά μυθιστορήματα και διηγήματα. Έσπασαν τα όρια των ελληνικών στερεοτύπων (εμφύλιος, χούντα, κλπ) και σκιαγραφούν αυτά που συμβαίνουν γύρω μας: τους κινδύνους του νεοναζισμού, το μεταναστευτικό, τις ηθικές και αξιακές απώλειες της οικονομικής κρίσης, το πού βαδίζει ο κόσμος.