Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2019

Ο συγγραφέας Γρηγόρης Αζαριάδης απαντάει στο ερωτηματολόγιο του Books Plus

Έχω την τιμή να παρακολουθώ την πορεία του Γρηγόρη Αζαριάδη από την αρχή, δηλαδή από την κυκλοφορία του πρώτο του βιβλίου με τίτλο οι "Παλιοί Λογαριασμοί". Επέλεξα να διαβάσω το βιβλίο του γιατί μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον η πλοκή του, διότι κάλυπτε μια σχετικά άγνωστη χρονική περίοδο για την ελληνική ιστορία. Το στοιχείο όμως που με κέρδισε και με ώθησε να διαβάσω και τα υπόλοιπα βιβλία του ήταν αυτό του νουάρ στοιχείου. Κυριαρχούσε, βλέπετε εκείνη την περίοδο το σκανδιναβικό μυθιστόρημα και δεν κυκλοφορούσαν πολλά αστυνομικά μυθιστορήματα της "παλιάς σχολής". Η λατρεία του Αζαριάδη για το νουάρ επιβεβαιώθηκε και από την συνέντευξή του ως αναγνώστης.

Συνέντευξη - επιμέλεια: Γιώργος Τρίγκας

1.      Πότε νιώσατε για πρώτη φορά ανάγκη να εκφραστείτε μέσα από το γράψιμο;
Η πρώτη επαφή μου με το γράψιμο ήταν στα 16 μου χρόνια. Επηρεασμένος βαθιά από την «ΜΑΣΚΑ» και τις ιστορίες του Τζίμυ Κορίνη, άρχισα να γράφω μικρά αστυνομικά διηγήματα, τα οποία είχαν σχεδόν αποκλειστικό αναγνωστικό κοινό τους συμμαθητές μου. Η δεύτερη και μάλλον πιό σοβαρή απόπειρα έγινε στην διάρκεια της στρατιωτικής μου θητείας, από το 1977 μέχρι το 1979. Ήταν η εποχή που έγραψα το πρώτο μου αστυνομικό μυθιστόρημα. Τριανταπέντε χρόνια αργότερα, βιώνοντας το φάσμα της ανεργίας, το έβγαλα από το συρτάρι, το επικαιροποίησα με αρκετές παρεμβάσεις και το παρέδωσα στον Σάμη Γαβριηλίδη. Κι έτσι, το 2012, εκδόθηκαν οι «Παλιοί λογαριασμοί».


2.      Ποια ήταν τα πρώτα βιβλία που διαβάσατε;
Πάντα αστυνομικά. Μετά την «ΜΑΣΚΑ» και το «ΜΥΣΤΗΡΙΟ», άρχισα να διαβάζω πιό συστηματικά αστυνομικά μυθιστορήματα. Πρώτες επιλογές ήταν τα έργα του Ντάσιελ Χάμμετ και του Ραίημοντ Τσάντλερ. Ακολούθησαν οι πρωτοπόροι του neopolar, ο Ζαν Πατρίκ Μανσέττ κι ο Φρεντερίκ Φαζαρντί. Οι πατριάρχες της σκανδιναβικής σχολής, το ζεύγος Σγιεβάλ Βαλέε και οι Μανκέλ, Νταλ και Πέρσσον. Και βέβαια οι αρχιερείς του ελληνικού αστυνομικού Μαρής και Μάρκαρης.


3.      Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Οι πρώτες επιλογές φωτογραφίζουν και τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Στην κορυφή θα τοποθετούσα τον Τσάντλερ, τον Μανσέττ, τους Σγιεβάλ Βαλέε και τους Μανκέλ, Νταλ και Πέρσσον.


4.      Ο αγαπημένος λογοτεχνικός ήρωας;
Πρώτος και καλύτερος ο Φίλιπ Μάρλοου. Ακολουθούν, ο Κουρτ Βαλάντερ του Μανκέλ, ο επιθεωρητής Μπεκ των Σγιεβάλ Βαλέε, ο Πέπε Καρβάλιο του Μονταλμπάν ... Ιδιαίτερη θέση θα έδινα και στον ήρωα του Μανσέττ στην «Πρηνή θέση του σκοπευτή», τον Τεριέ, αν και ανήκει βέβαια στην άλλη πλευρά του νόμου.


5.       Ποιο βιβλίο θεωρείτε ως αριστούργημα;
Η «Πρηνής θέση του σκοπευτή» του Μανσέττ. Απόλυτα! Και μετά, κάποιο του Τσάντλερ. Ίσως το «Αντίο γλυκειά μου».


6.       Καθοριστικότερο ρόλο στη συγγραφή πιστεύετε ότι παίζουν οι επιρροές ή η έμπνευση;
Σαφώς η έμπνευση προηγείται. Αν δεν έχεις συλλάβει κάποια κεντρική ιδέα, δεν μπορείς να ξεκινήσεις να γράφεις. Οι επιρροές και οι επιδράσεις έρχονται στην συνέχεια γιά να βοηθήσουν στην μορφή που θα δώσεις στο μυθιστόρημα σου.


7.      Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι ζουν πολλές ζωές μέσα από τη λογοτεχνία;
Οι συγγραφείς σίγουρα. Οι κεντρικοί ήρωες κάθε συγγραφέα περιέχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία. Δεν απεικονίζονται βέβαια κατ’εικόνα και κατ’ομοίωση, αλλά σε σημαντικό βαθμό έχουν χαρακτηριστικά του δημιουργού τους. Κι όχι μόνο ο πρωταγωνιστής, αλλά και αρκετοί δευτερεύοντες χαρακτήρες. Άλλωστε, πολλοί συγγραφείς επιλέγουν να «μιλήσουν» και να πάρουν θέση σε κοινωνικά θέματα μέσα από τα λόγια των ηρώων τους. Όσο γιά τους αναγνώστες, εδώ λειτουργεί η ταύτιση και η ισχυρή συναισθηματική εμπλοκή, καθώς ζουν τις περιπέτειες του ήρωα και συμπάσχουν μαζί του.


8.      Πότε αυτό που κάνουμε για το κέφι μας γίνεται δουλειά;
Αυτό ισχύει μόνο στις περιπτώσεις καταξιωμένων και επιτυχημένων εμπορικά συγγραφέων. Και είναι αληθινό μόνο στην αρχή της καριέρας τους. Όσο η εμπορική επιτυχία κλιμακώνεται, αρχίζουν να υπερισχύουν οι επιταγές του σύγχρονου εκδοτικού μάρκετινγκ, με αποτέλεσμα το κέφι να χάνει έδαφος και να επικρατεί η «επαγγελματική» υποχρέωση να γραφτεί και να παραδοθεί ένα μυθιστόρημα σε συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια. Οι συγγραφείς στην χώρα μας δεν αντιμετωπίζουν τέτοιο πρόβλημα, καθώς με ελάχιστες εξαιρέσεις η εμπορικότητα τους είναι ακόμη σε χαμηλά επίπεδα.


9.     Υπάρχουν βιβλία στη βιβλιοθήκη σας στα οποία αρέσει να ξαναδιαβάζετε κάθε τόσο;
Υπάρχουν σίγουρα. Τα βιβλία του Τσάντλερ, του Μανσέττ, του Μανκέλ μου κλείνουν πονηρά το μάτι, αλλά εγώ δεν υποκύπτω. Προτιμάω να εκμεταλλεύομαι τον χρόνο που μου αφήνει το γράψιμο γιά να γνωρίζω νέους, σύγχρονους συγγραφείς. Πράγμα που μου προσφέρει την δυνατότητα να γνωρίσω νέες τάσεις στην αστυνομική λογοτεχνία.


10.  Τι διαβάζετε αυτή τη περίοδο;
Το «7-1» του Νταλ, την «Λεωφόρο» του Τρεβάνιαν, το “Gravesend” του Μπόυλ και το «Αυτός που σκοτώνει τον δράκο» του Πέρσσον.


11.  Και μια τελευταία ερώτηση. Ποια είναι η άποψη σας για το σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα;
Δεδηλωμένη θέση μου είναι η υποστήριξη του έργου των Ελλήνων αστυνομικών συγγραφέων. Χωρίς να προχωρήσω σε ονοματολογία αξιόλογων ομοτέχνων, θέλω να απευθύνω μιά έκκληση στους αναγνώστες να διαβάσουν σύγχρονο ελληνικό αστυνομικό μυθιστόρημα. Αν συγκρίνουμε τον μέσο όρο ελληνικών μυθιστορημάτων με τον αντίστοιχο των ξένων, θα δούμε ότι δεν υστερούν σε κανένα σημείο. Ας καλύψουμε με μιά αδιαφανή ταινία το όνομα του Έλληνα συγγραφέα και να διαβάσουμε ανεπηρέαστοι το κείμενο. Και στο τέλος, ας κάνουμε την σύγκριση με κάποιο αντίστοιχο ξένο.       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου